ανατινάζω

ανατινάζω
(αόρ. ανατίναξα) μετ.
1) трясти, сотрясать; подбрасывать; 2) взрывать;

ανατινάζομαι

1) — вздрагивать; — подпрыгивать, подскакивать (от радости и т. п.);

2) быть взорванным (о складе, мосте и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανατινάζω" в других словарях:

  • ανατινάζω — ανατινάζω, ανατίναξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατινάζω — (Α ἀνατινάσσω) νεοελλ. τινάζω στον αέρα, γίνομαι αίτιος έκρηξης αρχ. 1. τινάζω προς τα επάνω 2. πάλλω, σείω, ταρακουνώ …   Dictionary of Greek

  • ανατινάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. τινάζω ψηλά, καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: Σχεδίαζαν να ανατινάξουν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της χώρας. 2. το μέσ., ανατινάζομαι σημαίνει επίσης και αναπηδώ, αναπετιέμαι: Ανατινάχτηκε από χαρά, όταν άκουσε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

  • τορπιλίζω — τορπίλισα, τορπιλίστηκα, τορπιλισμένος 1. εκσφενδονίζω τορπίλη: Τορπίλισε, δίοπε, την πρώτη (τορπίλη). 2. ανατινάζω με τορπίλη: Η «Έλλη» τορπιλίστηκε. 3. μτφ., με ύπουλες ενέργειες ματαιώνω κάτι: Τορπιλίστηκαν οι διαπραγματεύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»